ἀποφαντικός

ἀποφαντικός
ἀποφαντικός
categorical
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποφαντικός — ή, ό (AM ἀποφαντικός, ή, όν) [αποφαίνω] 1. αυτός που αποφαίνεται θετικά 2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» η οριστική νεοελλ. (ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά αρχ. μσν. ( ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο …   Dictionary of Greek

  • ἀποφαντικά — ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc pl ἀποφαντικά̱ , ἀποφαντικός categorical fem nom/voc/acc dual ἀποφαντικά̱ , ἀποφαντικός categorical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικώτερον — ἀποφαντικός categorical adverbial comp ἀποφαντικός categorical masc acc comp sg ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικῶν — ἀποφαντικός categorical fem gen pl ἀποφαντικός categorical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικόν — ἀποφαντικός categorical masc acc sg ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικώτατα — ἀποφαντικός categorical adverbial superl ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικαί — ἀποφαντικός categorical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικοῖς — ἀποφαντικός categorical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικοί — ἀποφαντικός categorical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικοῦ — ἀποφαντικός categorical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”